ἀνά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 32: Γραμμή 32:
με την επιμεριστική έννοια
με την επιμεριστική έννοια
* [[κάθε]] και [[κατά]] (καθ' ομάδες, κατ' άτομο)
* [[κάθε]] και [[κατά]] (καθ' ομάδες, κατ' άτομο)
* [[ανά]]


===={{αντώνυμα}}====
===={{αντώνυμα}}====

Αναθεώρηση της 20:04, 12 Ιουλίου 2013

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀνά < άγνωστη ετυμολογία

Πρόθεση

ἀνά

  1. η πολύ αρχαία χρήση του επιρρήματος ἀνά υποχώρησε και απέμεινε η χρήση της άκλιτης λέξης ως πρόθεσης, καθώς το επίρρημα ενσωματώθηκε στο ρήμα
    ἀνά αρπάζω = ἀναρπάζω και μετέπειτα ανάρπαστος
    ἀνά νεόοομαι= ἀνανεούμαι (ξανανιώνω)
  2. κύρια πρόθεση που χρησιμοποιείται σε σύνθεση λέξεων αλλά και αυτόνομα, με διάφορες έννοιες.
    ἀνά στρατόν (πάνω σε όλο τον στρατό) τοπικό
    ἀνά την Ελλάδα (παντού, σε όλη την Ελλάδα) τοπικό
    ἀνά μέσον (στο μέσον, απ' όπου προήλθε το ανάμεσον, ανάμεσα) τοπικό
    ἀνά λόγον (στο λόγο, απ' όπου προήλθαν οι λέξεις ανάλογον, αναλογία κ.λπ.)
    ἀνά νύκτα (στην αρχαιότητα σήμαινε "όλη τη νύχτα", σήμερα όμως σημαίνει "κάθε νύχτα") χρονικό
    ἀνά έτος (κάθε χρόνο) χρονικό και επιμεριστικό
    ἀνά δύο
    ἀνά άτομο (κάθε άτομο)
  3. Ως πρώτο συνθετικό ρημάτων προσδίδει τοπική έννοια οπότε ταυτίζεται αρκετές φορές με το άνω ή επάνω, ενώ άλλοτε δηλώνει επανάληψη ή κίνηση
    ἀνά + βαίνω = αναβαίνω (τοπικό)
    ἀνά + κρίνω (επανάληψη)
    ἀνά + βλαστάνω (επανάληψη, ξανά)
    ἀνά + γιγνώσκω (επανάληψη φράσης που έχει γραφεί και τη γνωρίζω από αυτό που διαβάζω αλλά και επανάληψη ανάγνωσης για να αποκτηθεί βαθυτερη γνώση)


Συνώνυμα

με την τοπική έννοια

με την έννοια της επανάληψης

με την επιμεριστική έννοια

Αντώνυμα

στην τοπική έννοια


Μεταφράσεις