σκορπίζομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Olmav (συζήτηση | συνεισφορές) Νέα σελίδα: =={{-el-}}== ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < παθητική φωνή του σκορπίζω ==={{ρήμα|el}}=== '''{{PAGENAME}}''' {{el-ρή... |
Olmav (συζήτηση | συνεισφορές) |
||
Γραμμή 5: | Γραμμή 5: | ||
==={{ρήμα|el}}=== |
==={{ρήμα|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' |
|||
'''{{PAGENAME}}''' {{el-ρήμα|αγοραζόμουν|αγοραστώ|αγοράστηκα||αγορασμένος}} |
|||
# (για ανθρώπους) λειτουργώ χωρίς πρόγραμμα και [[στοχοπροσήλωση]], διασκορπίζω την ενέργειά μου |
# (για ανθρώπους) λειτουργώ χωρίς πρόγραμμα και [[στοχοπροσήλωση]], διασκορπίζω την ενέργειά μου |
||
#:''Το ξέρω ότι '''σκορπίζομαι''', αλλά βαριέμαι εύκολα'' |
#:''Το ξέρω ότι '''σκορπίζομαι''', αλλά βαριέμαι εύκολα'' |
Αναθεώρηση της 16:21, 14 Ιουλίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σκορπίζομαι < παθητική φωνή του σκορπίζω
Ρήμα
σκορπίζομαι
- (για ανθρώπους) λειτουργώ χωρίς πρόγραμμα και στοχοπροσήλωση, διασκορπίζω την ενέργειά μου
- Το ξέρω ότι σκορπίζομαι, αλλά βαριέμαι εύκολα
- σκορπίζομαι, διανέμομαι σκόρπια, χωρίς συγκεκριμένο στόχο
- Η τέφρα σκορπίστηκε στο Αιγαίο
- Τα χρήματα δεν πρέπει να σκορπίζονται έτσι επιπόλαια
Συγγενικά
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκορπίζομαι | σκορπιζόμουν(α) | θα σκορπίζομαι | να σκορπίζομαι | ||
β' ενικ. | σκορπίζεσαι | σκορπιζόσουν(α) | θα σκορπίζεσαι | να σκορπίζεσαι | σκορπίζου | |
γ' ενικ. | σκορπίζεται | σκορπιζόταν(ε) | θα σκορπίζεται | να σκορπίζεται | ||
α' πληθ. | σκορπιζόμαστε | σκορπιζόμαστε σκορπιζόμασταν |
θα σκορπιζόμαστε | να σκορπιζόμαστε | ||
β' πληθ. | σκορπίζεστε | σκορπιζόσαστε σκορπιζόσασταν |
θα σκορπίζεστε | να σκορπίζεστε | σκορπίζεστε | |
γ' πληθ. | σκορπίζονται | σκορπίζονταν σκορπιζόντουσαν |
θα σκορπίζονται | να σκορπίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκορπίστηκα | θα σκορπιστώ | να σκορπιστώ | σκορπιστεί | ||
β' ενικ. | σκορπίστηκες | θα σκορπιστείς | να σκορπιστείς | σκορπίσου | ||
γ' ενικ. | σκορπίστηκε | θα σκορπιστεί | να σκορπιστεί | |||
α' πληθ. | σκορπιστήκαμε | θα σκορπιστούμε | να σκορπιστούμε | |||
β' πληθ. | σκορπιστήκατε | θα σκορπιστείτε | να σκορπιστείτε | σκορπιστείτε | ||
γ' πληθ. | σκορπίστηκαν σκορπιστήκαν(ε) |
θα σκορπιστούν(ε) | να σκορπιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σκορπιστεί | είχα σκορπιστεί | θα έχω σκορπιστεί | να έχω σκορπιστεί | σκορπισμένος | |
β' ενικ. | έχεις σκορπιστεί | είχες σκορπιστεί | θα έχεις σκορπιστεί | να έχεις σκορπιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει σκορπιστεί | είχε σκορπιστεί | θα έχει σκορπιστεί | να έχει σκορπιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σκορπιστεί | είχαμε σκορπιστεί | θα έχουμε σκορπιστεί | να έχουμε σκορπιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε σκορπιστεί | είχατε σκορπιστεί | θα έχετε σκορπιστεί | να έχετε σκορπιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σκορπιστεί | είχαν σκορπιστεί | θα έχουν σκορπιστεί | να έχουν σκορπιστεί |
→ δείτε τη λέξη σκορπίζω
Μεταφράσεις
σκορπίζομαι
|