σκορπίζομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < παθητική φωνή του σκορπίζω ==={{ρήμα|el}}=== '''{{PAGENAME}}''' {{el-ρή...
 
Γραμμή 5: Γραμμή 5:


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}''' {{el-ρήμα|αγοραζόμουν|αγοραστώ|αγοράστηκα||αγορασμένος}}
# (για ανθρώπους) λειτουργώ χωρίς πρόγραμμα και [[στοχοπροσήλωση]], διασκορπίζω την ενέργειά μου
# (για ανθρώπους) λειτουργώ χωρίς πρόγραμμα και [[στοχοπροσήλωση]], διασκορπίζω την ενέργειά μου
#:''Το ξέρω ότι '''σκορπίζομαι''', αλλά βαριέμαι εύκολα''
#:''Το ξέρω ότι '''σκορπίζομαι''', αλλά βαριέμαι εύκολα''

Αναθεώρηση της 16:21, 14 Ιουλίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σκορπίζομαι < παθητική φωνή του σκορπίζω

Ρήμα

σκορπίζομαι

  1. (για ανθρώπους) λειτουργώ χωρίς πρόγραμμα και στοχοπροσήλωση, διασκορπίζω την ενέργειά μου
    Το ξέρω ότι σκορπίζομαι, αλλά βαριέμαι εύκολα
  2. σκορπίζομαι, διανέμομαι σκόρπια, χωρίς συγκεκριμένο στόχο
    Η τέφρα σκορπίστηκε στο Αιγαίο
    Τα χρήματα δεν πρέπει να σκορπίζονται έτσι επιπόλαια

Συγγενικά


→ δείτε τη λέξη σκορπίζω

Μεταφράσεις