λούω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 88: Γραμμή 88:




====Προφορά====
====Κλίση====
<div class="NavFrame"> λούω
<div class="NavFrame"> λούω
<div class="NavHead" align="center">&#160; &#160; Present: <span class="polytonic" lang="grc" xml:lang="grc"><strong class="selflink">λούω</strong>, <a href="/w/index.php?title=%CE%BB%CE%BF%CF%8D%CE%BF%CE%BC%CE%B1%CE%B9&amp;action=edit&amp;redlink=1" class="new" title="λούομαι (page does not exist)">λούομαι</a></span></div>
<div class="NavHead" align="center">&#160; &#160; Present: <span class="polytonic" lang="grc" xml:lang="grc"><strong class="selflink">λούω</strong>, <a href="/w/index.php?title=%CE%BB%CE%BF%CF%8D%CE%BF%CE%BC%CE%B1%CE%B9&amp;action=edit&amp;redlink=1" class="new" title="λούομαι (page does not exist)">λούομαι</a></span></div>

Αναθεώρηση της 03:34, 20 Ιουλίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λούω < αρχαία ελληνική λούω

Ρήμα

λούω

  1. παρωχημένη, λόγια μορφή του: λούζω

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Εναλλακτικές μορφές

  • λοέω (loeō)
  • λόω (loō)

Ετυμολογία

λούω < Από την προτοινδοευρωπαϊκή γλώσσα. Παράγωγά περιλαμβάνουν λατινικά lavō (λαβό), παλιά Αρμενικά լոգանամ (λογκναμ), and Old English lēaþor (English lather).

Προφορά

(5η πΧ Αττική γλώσσα ): ΔΦΑ: /lo͜ó.ɔ͜ɔ/

(1η πΧ Αιγυπτιακή γλώσσα ): ΔΦΑ: /lúːoː/

(4η μΧ Κοίνη γλώσσα): ΔΦΑ: /lúo/

(10η μΧ Βυζαντινή γλώσσα): ΔΦΑ: /lúo/

(15η μΧ Κωνσταντινούπολιτή γλώσσα): ΔΦΑ: /lúo/

Ρήμα

λούω

  1. λούζω, πλένω
  2. (μεταφορικά) καθαρίζω, κάνω κάτι καθαρό


Κλίση

Συνώνυμα