ποδάρι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
Olmav (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 3: | Γραμμή 3: | ||
{{el-κλίσ-'τραγούδι'|ποδάρ|ποδαρ}} |
{{el-κλίσ-'τραγούδι'|ποδάρ|ποδαρ}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{μσν}} ποδάριον [[υποκοριστικό]] από τη γενική '''ποδός''' του [[αρχαιοελληνικός|αρχαιοελληνικού]] [[πούς]] |
|||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}} |
|||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} |
||
# {{οικ}} το [[πόδι]] |
# {{οικ}} το [[πόδι]] |
||
#:''Κάνει δουλειές του '''ποδαριού''''' (προχειρότητες ή όχι μόνιμες, ευκαιριακές) |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 13:53, 21 Ιουλίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ποδάρι | τα | ποδάρια |
γενική | του | ποδαριού | των | ποδαριών |
αιτιατική | το | ποδάρι | τα | ποδάρια |
κλητική | ποδάρι | ποδάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- ποδάρι < μεσαιωνική ελληνική ποδάριον υποκοριστικό από τη γενική ποδός του αρχαιοελληνικού πούς
Ουσιαστικό
ποδάρι ουδέτερο