κινητικότητα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
{{el-κλίσ-'σάλπιγγα'|κινητικότητ|κινητικοτήτ}} |
{{el-κλίσ-'σάλπιγγα'|κινητικότητ|κινητικοτήτ}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < [[κινητικός]] + [[-ότητα]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[κινητικός]] + [[-ότητα]] < {{αρχ|κινητικός}} < [[κινέω]]/[[κινῶ]] |
||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
Γραμμή 13: | Γραμμή 13: | ||
#:{{συνων}} [[δραστηριότητα]], [[δραστηριοποίηση]], [[ενεργοποίηση]] |
#:{{συνων}} [[δραστηριότητα]], [[δραστηριοποίηση]], [[ενεργοποίηση]] |
||
#:{{αντων}} [[αδράνεια]] |
#:{{αντων}} [[αδράνεια]] |
||
===={{συγγενικά}}==== |
|||
*{{βλ|κινώ}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 18:47, 26 Ιουλίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
κινητικότητα θηλυκό
- η ικανότητα που έχει κάποιος να κινεί κάτι ή να κινείται
- η ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον κινητικό
- η μετακίνηση
- Από την κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας» ανακοινώθηκε η πρόθεσή της για χιλιάδες διαθεσιμότητες, κινητικότητες, υποχρεωτικές μετακινήσεις ή όπως αλλιώς ευφάνταστοι καρεκλοκένταυροι ονόμασαν τη χειραγώγηση και τις απολύσεις εκείνων που μαθαίνουν στα παιδιά τους γράμματα. (*)
- η εκδήλωση έντονης δραστηριότητας ή δραστηριοποίησης
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κινώ