πτώση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ αλλαγή προτ. κλίσης |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-' |
{{el-κλίσ-'λύση'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[πτῶσις]] < [[πίπτω]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[πτῶσις]] < [[πίπτω]] |
Αναθεώρηση της 13:14, 28 Ιουλίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πτώση | οι | πτώσεις |
γενική | της | πτώσης* | των | πτώσεων |
αιτιατική | την | πτώση | τις | πτώσεις |
κλητική | πτώση | πτώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πτώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- πτώση < αρχαία ελληνική πτῶσις < πίπτω
Ουσιαστικό
πτώση
- η κίνηση προς τα κάτω λόγω βαρύτητας, η ενέργεια του πέφτω
- το αποτέλεσμα της πτώσης (1)
- Πρότυπο:γραμμ κάθε ένας από τους τύπους που σχηματίζουν τα κλιτά μέρη του λόγου εκτός από το ρήμα: δείτε ονομαστική, γενική, αιτιατική, κλητική και παλιότερα η δοτική, η αφαιρετική και η οργανική.
- (βιβλικός όρος) με κεφαλαίο συνήθως, η Πτώση, το αμάρτημα και η εκδίωξη του Αδάμ και της Εύας από τον Παράδεισο
- η μείωση της αριθμητικής τιμής
- η πτώση της θερμοκρασίας οφείλεται στο ότι έχουν πέσει πολλά χιόνια
- όρος στην ιατρική , π.χ. πτώση της μήτρας ή της ουροδόχου, που σημαίνει τη μετακίνηση οργάνων προς τα κάτω
- η απώλεια εξουσίας
- η πτώση της κυβέρνησης συνεπάγεται εκλογές
- η άλωση μιας πολιορκούμενης πόλης
- η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
Σύνθετα
Εκφράσεις
- ελεύθερη πτώση: πτώση στην οποία δεν έχει ανοίξει ακόμα το αλεξίπτωτο και (αντίστοιχα) πτώση χωρίς σταματημό
- μέχρι τελικής πτώσεως: μέχρι το τέλος
- πτώση της σημαίας: όταν ξεκινάει το ταξίμετρο να γράφει (στο ταξί)
Μεταφράσεις
- λόγω διαφοροποίησης στους ορισμούς οι παρακάτω μεταφράσεις πρέπει να ελεγχθούν και να μεταφερθούν στον αντίστοιχο πίνακα