ποσότητα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ απλοποίηση προτ. κλίσης
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'σάλπιγγα'|ποσότητ|ποσοτήτ}}
{{el-κλίσ-'σάλπιγγα'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ποσότης]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ποσότης]]

Αναθεώρηση της 18:35, 28 Ιουλίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποσότητα οι ποσότητες
      γενική της ποσότητας των ποσοτήτων
    αιτιατική την ποσότητα τις ποσότητες
     κλητική ποσότητα ποσότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποσότητα < αρχαία ελληνική ποσότης

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

ποσότητα θηλυκό

  1. αφηρημένη έννοια που αναφέρεται στο μέγεθος (πόσο;) ή τον αριθμό (πόσα;)
    η ποσότητα του αλκοόλ σε αυτά τα σοκολατάκια είναι τόσο μικρή που δεν θα έπρεπε να σε νοιάζει
    η ποσότητα νερού στο σώμα ενός ανθρώπου με μέσο βάρος 70 kg είναι περίπου 40 λίτρα
    η ποσότητα των 10 ml της ουσίας αρκεί για να...

Μεταφράσεις