τάρταρα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ απλοποίηση προτ. κλίσης |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-'πρόσωπο' |
{{el-κλίσ-'πρόσωπο'|α=πλ}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[Τάρταρα]], πληθυντικός του ετερόκλιτου αρσενικού [[Τάρταρος]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[Τάρταρα]], πληθυντικός του ετερόκλιτου αρσενικού [[Τάρταρος]] |
Αναθεώρηση της 21:23, 28 Ιουλίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | τάρταρα | ||
γενική | των | ταρτάρων | ||
αιτιατική | τα | τάρταρα | ||
κλητική | τάρταρα | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- τάρταρα < αρχαία ελληνική Τάρταρα, πληθυντικός του ετερόκλιτου αρσενικού Τάρταρος
Ουσιαστικό
τάρταρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ο τόπος τιμωρίας των ψυχών στον Κάτω Κόσμο
- (μεταφορικά) η κατάσταση στην οποία κάποιος βασανίζεται ψυχικά
Μεταφράσεις
τάρταρα
|