χαρακώνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 10: Γραμμή 10:


==={{κλίση}}===
==={{κλίση}}===
{{el-κλίσ-'ενώνεται'|χαρακώ|χαρακω}}
{{el-κλίσ-'ενώνομαι'|χαρακώ|χαρακω}}
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}

Αναθεώρηση της 17:28, 31 Ιουλίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χαρακώνομαι < παθητική φωνή του χαρακώνω

Ρήμα

χαρακώνομαι, πρτ.: χαρακωνόμουν, στ.μέλλ.: θα χαρακωθώ, αόρ.: χαρακώθηκα, μτχ.π.π.: χαρακωμένος

  1. με χαρακώνουν
  2. (ιδιαίτερα) τραυματίζω τον εαυτό μου με αιχμηρό όργανο κάνοντας χαρακιές στο δέρμα μου

Κλίση

Μεταφράσεις