τιμή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 80.14.216.144 (επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Lou bot)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'ψυχή'|τιμ|τιμ}}
{{el-κλίσ-'ψυχή'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} < [[τίω]] (''τιμώ'')
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} < [[τίω]] (''τιμώ'')

Αναθεώρηση της 17:58, 5 Αυγούστου 2013

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τιμή οι τιμές
      γενική της τιμής των τιμών
    αιτιατική την τιμή τις τιμές
     κλητική τιμή τιμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τιμή < αρχαία ελληνική < τίω (τιμώ)

Ουσιαστικό

τιμή θηλυκό

  1. το χρηματικό ποσό που πληρώνει κανείς για να αποκτήσει ένα ορισμένο πράγμα ή υπηρεσία
  2. ο σεβασμός που έχουν ή δείχνουν άλλοι για κάποιον, και η δήλωση αυτού του σεβασμού
  3. η προσωπική αντίληψη κάποιου για τη δική του αξία που απορρέει από τη φύση του ως ανθρώπου
  4. η καλή φήμη κάποιου η οποία στηρίζεται στην προσωπική αίσθηση του ηθικού ορθού και δικαίου
  5. προνόμιο
    ήταν τιμή μου να γευματίσω με τον τάδε
  6. Πρότυπο:μαθ μέγεθος ή ποσότητα που εκφράζει μια μεταβλητή

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

τιμή < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τιμή θηλυκό

  1. η ένδειξη σεβασμού, η αναγνώριση της αξίας
  2. το αξίωμα, η εξουσία
  3. (κατ’ επέκταση) το πρόσωπο που έχει αξίωμα
  4. η τιμητική προσφορά
  5. ο προσδιορισμός της περιουσίας
  6. η εκτίμηση της ζημιάς
  7. (συνεκδοχικά) η αποζημίωση σαν ποινή