τραβέρσα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ απλοποίηση προτ. κλίσης |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{προσχέδιο}} |
{{προσχέδιο}} |
||
{{el-κλίσ-'νότα' |
{{el-κλίσ-'νότα'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ it}} [[traversa]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ it}} [[traversa]] |
Αναθεώρηση της 07:15, 6 Αυγούστου 2013
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τραβέρσα | οι | τραβέρσες |
γενική | της | τραβέρσας | των | (τραβερσών) |
αιτιατική | την | τραβέρσα | τις | τραβέρσες |
κλητική | τραβέρσα | τραβέρσες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- τραβέρσα < Πρότυπο:ετυμ it traversa
Ουσιαστικό
τραβέρσα θηλυκό
- δοκάρι που χρησιμοποιείται σταυρωτά με κάποιο άλλο σε κατασκευές
- (ειδικότερα) το δοκάρι, συνήθως ξύλινο, πάνω στο οποίο στηρίζονται οι μεταλλικές ράγες στο σιδηροδρομικό δίκτυο
- (γενικότερα) ξύλινο ή μεταλλικό δοκάρι που χρησιμοποιείται σε κατασκευές
- λεπτό, μεγάλο και μακρόστενο υφαντό ή πλεκτό που χρησιμοποιείται σαν διακοσμητικό σε έπιπλα
Μεταφράσεις
τραβέρσα
|