χύτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ απλοποίηση προτ. κλίσης |
|||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-'ναύτης' |
{{el-κλίσ-'ναύτης'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ελνστ|}} < [[χύνω]] < [[χέω]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ελνστ|}} < [[χύνω]] < [[χέω]] |
Αναθεώρηση της 07:27, 6 Αυγούστου 2013
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χύτης | οι | χύτες |
γενική | του | χύτη | των | χυτών |
αιτιατική | τον | χύτη | τους | χύτες |
κλητική | χύτη | χύτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- χύτης < (ελληνιστική κοινή) χύτης < χύνω < χέω
Ουσιαστικό
χύτης αρσενικό (θηλυκό: χύτρια)
- που εργάζεται σε χυτήριο χύνοντας λιωμένο μέταλλο σε καλούπια
- Στον κόσμο του Πέερ Γκυντ -αυτόν που ο σκηνοθέτης αποδείχθηκε εντελώς ανίκανος να κατανοήσει και να ζωντανέψει- οι άνθρωποι που δεν καταφέρνουν να ξεφύγουν από τον κλοιό της μετριότητας καταλήγουν μια άμορφη, λιωμένη μάζα στην κουτάλα του χύτη κουμπιών. (*)
Μεταφράσεις
χύτης