υφαρπάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
κλίση
Γραμμή 5: Γραμμή 5:
==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''
* [[οικειοποιούμαι]] κάτι που δεν είναι δικό μου με [[επιτήδειος|επιτήδειο]] τρόπο
# [[οικειοποιούμαι]] κάτι που δεν είναι δικό μου με [[επιτήδειος|επιτήδειο]] τρόπο
: ''μου '''υφάρπαξε''' τα έγγραφα''
#: ''μου '''υφάρπαξε''' τα έγγραφα''
* καταφέρνω να [[αποσπώ|αποσπάσω]] κάτι από κάποιον με επιτήδειο τρόπο
# καταφέρνω να [[αποσπώ|αποσπάσω]] κάτι από κάποιον με επιτήδειο τρόπο
: ''δεν μπορείς να '''υφαρπάξεις''' τη συγκατάθεσή μου''
#: ''δεν μπορείς να '''υφαρπάξεις''' τη συγκατάθεσή μου''


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
* [[υφαρπαγή]]
* [[υφαρπαγή]]


===={{κλίση}}====
{{el-κλίσ-'αλλάζω'}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 06:07, 12 Αυγούστου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υφαρπάζω < ὑφ- (ὑπό) + ἁρπάζω

Ρήμα

υφαρπάζω

  1. οικειοποιούμαι κάτι που δεν είναι δικό μου με επιτήδειο τρόπο
    μου υφάρπαξε τα έγγραφα
  2. καταφέρνω να αποσπάσω κάτι από κάποιον με επιτήδειο τρόπο
    δεν μπορείς να υφαρπάξεις τη συγκατάθεσή μου

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις