υφαρπάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) κλίση |
||
Γραμμή 5: | Γραμμή 5: | ||
==={{ρήμα|el}}=== |
==={{ρήμα|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' |
'''{{PAGENAME}}''' |
||
# [[οικειοποιούμαι]] κάτι που δεν είναι δικό μου με [[επιτήδειος|επιτήδειο]] τρόπο |
|||
: ''μου '''υφάρπαξε''' τα έγγραφα'' |
#: ''μου '''υφάρπαξε''' τα έγγραφα'' |
||
# καταφέρνω να [[αποσπώ|αποσπάσω]] κάτι από κάποιον με επιτήδειο τρόπο |
|||
: ''δεν μπορείς να '''υφαρπάξεις''' τη συγκατάθεσή μου'' |
#: ''δεν μπορείς να '''υφαρπάξεις''' τη συγκατάθεσή μου'' |
||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
||
* [[υφαρπαγή]] |
* [[υφαρπαγή]] |
||
===={{κλίση}}==== |
|||
{{el-κλίσ-'αλλάζω'}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 06:07, 12 Αυγούστου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υφαρπάζω < ὑφ- (ὑπό) + ἁρπάζω
Ρήμα
υφαρπάζω
- οικειοποιούμαι κάτι που δεν είναι δικό μου με επιτήδειο τρόπο
- μου υφάρπαξε τα έγγραφα
- καταφέρνω να αποσπάσω κάτι από κάποιον με επιτήδειο τρόπο
- δεν μπορείς να υφαρπάξεις τη συγκατάθεσή μου
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υφαρπάζω | υφάρπαζα | θα υφαρπάζω | να υφαρπάζω | υφαρπάζοντας | |
β' ενικ. | υφαρπάζεις | υφάρπαζες | θα υφαρπάζεις | να υφαρπάζεις | υφάρπαζε | |
γ' ενικ. | υφαρπάζει | υφάρπαζε | θα υφαρπάζει | να υφαρπάζει | ||
α' πληθ. | υφαρπάζουμε | υφαρπάζαμε | θα υφαρπάζουμε | να υφαρπάζουμε | ||
β' πληθ. | υφαρπάζετε | υφαρπάζατε | θα υφαρπάζετε | να υφαρπάζετε | υφαρπάζετε | |
γ' πληθ. | υφαρπάζουν(ε) | υφάρπαζαν υφαρπάζαν(ε) |
θα υφαρπάζουν(ε) | να υφαρπάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υφάρπαξα | θα υφαρπάξω | να υφαρπάξω | υφαρπάξει | ||
β' ενικ. | υφάρπαξες | θα υφαρπάξεις | να υφαρπάξεις | υφάρπαξε | ||
γ' ενικ. | υφάρπαξε | θα υφαρπάξει | να υφαρπάξει | |||
α' πληθ. | υφαρπάξαμε | θα υφαρπάξουμε | να υφαρπάξουμε | |||
β' πληθ. | υφαρπάξατε | θα υφαρπάξετε | να υφαρπάξετε | υφαρπάξτε | ||
γ' πληθ. | υφάρπαξαν υφαρπάξαν(ε) |
θα υφαρπάξουν(ε) | να υφαρπάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υφαρπάξει | είχα υφαρπάξει | θα έχω υφαρπάξει | να έχω υφαρπάξει | ||
β' ενικ. | έχεις υφαρπάξει | είχες υφαρπάξει | θα έχεις υφαρπάξει | να έχεις υφαρπάξει | ||
γ' ενικ. | έχει υφαρπάξει | είχε υφαρπάξει | θα έχει υφαρπάξει | να έχει υφαρπάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε υφαρπάξει | είχαμε υφαρπάξει | θα έχουμε υφαρπάξει | να έχουμε υφαρπάξει | ||
β' πληθ. | έχετε υφαρπάξει | είχατε υφαρπάξει | θα έχετε υφαρπάξει | να έχετε υφαρπάξει | ||
γ' πληθ. | έχουν υφαρπάξει | είχαν υφαρπάξει | θα έχουν υφαρπάξει | να έχουν υφαρπάξει |
|
Μεταφράσεις
υφαρπάζω
|