μαγειρεύω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 15: Γραμμή 15:


===={{κλίση}}====
===={{κλίση}}====
{{el-κλίσ-'παντρεύω'|χμτχ=(υ)μ|παρακΒ=1}}
{{el-κλίσ-'ταξιδεύω'|μαγειρεύ|μαγείρευ|μαγειρέψ|μαγείρεψ|μαγειρε(υ)μ}}
{{el-κλίσ-'παντρεύομαι'|λήμμα=μαγειρεύομαι}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 00:31, 13 Αυγούστου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαγειρεύω < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μάγειρος

Ρήμα

μαγειρεύω

  1. παρασκευάζω φαγητό συνδυάζοντας υλικά, συνήθως χρησιμοποιώντας κάποια πηγή θερμότητας
  2. (μεταφορικά) ετοιμάζω κάτι, συνήθως ύποπτο, κρυφά από άλλους
    τι μαγειρεύετε εσείς οι δυο εκεί στα κρυφά;
  3. (μεταφορικά) παραποιώ αποτελέσματα με τρόπο έντεχνο, ώστε να δείχνουν αυτό που θέλω
    μου φαίνεται ότι εδώ ο ερευνητής έχει μαγειρέψει λίγο τα αποτελέσματα της έρευνάς του

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις