ξυπνώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr |
||
Γραμμή 78: | Γραμμή 78: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[chr:ξυπνώ]] |
|||
[[en:ξυπνώ]] |
[[en:ξυπνώ]] |
||
[[fr:ξυπνώ]] |
[[fr:ξυπνώ]] |
Αναθεώρηση της 18:41, 13 Αυγούστου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξυπνώ < μεσαιωνική ελληνική και ελληνιστική ἐξυπνῶ < ἐξ +ὕπνος
Ρήμα
ξυπνώ
- (μεταβατικό) διακόπτω τον ύπνο κάποιου
- θα ξυπνήσεις το μωρό με τις φωνές σου
- (αμετάβατο) σταματώ να κοιμάμαι
- αύριο θα ξυπνήσω νωρίς
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) αφυπνίζω κάποιον που ζει με ψευδαισθήσεις, σε μια ονειρική πραγματικότητα ή είναι αδρανής
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) σταματώ να έχω ψευδαισθήσεις, να ζω σε μια ονειρική πραγματικότητα ή να είμαι αδρανής, αφυπνίζομαι
- ξύπνα επιτέλους, η ζωή αλλάζει
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ξυπνώ κάποιον