περίπτωση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr |
||
Γραμμή 73: | Γραμμή 73: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[chr:περίπτωση]] |
|||
[[mg:περίπτωση]] |
[[mg:περίπτωση]] |
Αναθεώρηση της 18:48, 13 Αυγούστου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- περίπτωση < αρχαία ελληνική περίπτωσις < περιπίπτω
Ουσιαστικό
περίπτωση θηλυκό
- το σύνολο συνθηκών και γεγονότων που χαρακτηρίζουν την κατάσταση κάποιου ή κάτι
- Η Κύπρος είναι μοναδική περίπτωση, οι όποιες οικονομικές δυσκολίες του νησιού διαφέρουν σημαντικά από αυτές της Ελλάδας.
- πιθανότητα
- Υπάρχει περίπτωση να σε χρειαστώ αύριο. Θα μπορέσεις;
- (για άνθρωπο με ιδιαίτερες ικανότητες ή ελαττώματα) ιδιαίτερος άνθρωπος, ξεχωριστός
- Τελείωσε το διδακτορικό του μόλις σε έναν χρόνο. Ο άνθρωπος είναι περίπτωση!
Εκφράσεις
- δεν υπάρχει περίπτωση
- εν πάση περιπτώσει
- εν τοιαύτη περιπτώσει
- σε περίπτωση
- σε κάθε περίπτωση
- σε καμία περίπτωση
- στην καλύτερη περίπτωση
- στην καλύτερη των περιπτώσεων