φυτό: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ απλοποίηση προτ. κλίσης |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr |
||
Γραμμή 52: | Γραμμή 52: | ||
[[az:φυτό]] |
[[az:φυτό]] |
||
[[chr:φυτό]] |
|||
[[cs:φυτό]] |
[[cs:φυτό]] |
||
[[da:φυτό]] |
[[da:φυτό]] |
Αναθεώρηση της 19:10, 13 Αυγούστου 2013
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φυτό | τα | φυτά |
γενική | του | φυτού | των | φυτών |
αιτιατική | το | φυτό | τα | φυτά |
κλητική | φυτό | φυτά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- φυτό < αρχαία ελληνική φυτόν
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
φυτό ουδέτερο
- ζωντανός οργανισμός ριζωμένος στο έδαφος από το οποίο απορροφά νερό ως πηγή θρεπτικών στοιχείων, και μετατρέπει την ηλιακή ενέργεια σε χημική μέσω της φωτοσύνθεσης
- (μεταφορικά) ασθενής που δεν έχει επικοινωνία με το περιβάλλον και συνείδηση
- (αργκό) μαθητής ή φοιτητής που δεν έχει άλλα ενδιαφέροντα πέρα από τις σπουδές του
Μεταφράσεις
ζωντανός οργανισμός ριζωμένος στο έδαφος
|