ζωγραφίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ κλίση
Γραμμή 15: Γραμμή 15:
* [[ζωγραφέω]]
* [[ζωγραφέω]]


===={{κλίση}}====
{{el-κλίσ-'νομίζω'}}
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====



Αναθεώρηση της 15:16, 14 Αυγούστου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ζωγραφίζω < ζωγράφος

Ρήμα

ζωγραφίζω

  1. σχεδιάζω γραμμές και/ή καλύπτω επιφάνειες με χρώματα, ώστε να δημιουργήσω μία ζωγραφική εικόνα, να αναπαραστήσω πρόσωπα ή πράγματα ή αφηρημένες εικόνες και να φέρω ένα αισθητικό αποτέλεσμα
  2. είμαι ζωγράφος
  3. (μεταφορικά) εκτελώ με δεξιοτεχνία μια συγκεκριμένη εργασία

Συγγενικά

Δείτε επίσης

Κλίση

Μεταφράσεις