ζωγραφίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ κλίση |
||
Γραμμή 15: | Γραμμή 15: | ||
* [[ζωγραφέω]] |
* [[ζωγραφέω]] |
||
===={{κλίση}}==== |
|||
{{el-κλίσ-'νομίζω'}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
Αναθεώρηση της 15:16, 14 Αυγούστου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ζωγραφίζω < ζωγράφος
Ρήμα
ζωγραφίζω
- σχεδιάζω γραμμές και/ή καλύπτω επιφάνειες με χρώματα, ώστε να δημιουργήσω μία ζωγραφική εικόνα, να αναπαραστήσω πρόσωπα ή πράγματα ή αφηρημένες εικόνες και να φέρω ένα αισθητικό αποτέλεσμα
- είμαι ζωγράφος
- (μεταφορικά) εκτελώ με δεξιοτεχνία μια συγκεκριμένη εργασία
Συγγενικά
Δείτε επίσης
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ζωγραφίζω | ζωγράφιζα | θα ζωγραφίζω | να ζωγραφίζω | ζωγραφίζοντας | |
β' ενικ. | ζωγραφίζεις | ζωγράφιζες | θα ζωγραφίζεις | να ζωγραφίζεις | ζωγράφιζε | |
γ' ενικ. | ζωγραφίζει | ζωγράφιζε | θα ζωγραφίζει | να ζωγραφίζει | ||
α' πληθ. | ζωγραφίζουμε | ζωγραφίζαμε | θα ζωγραφίζουμε | να ζωγραφίζουμε | ||
β' πληθ. | ζωγραφίζετε | ζωγραφίζατε | θα ζωγραφίζετε | να ζωγραφίζετε | ζωγραφίζετε | |
γ' πληθ. | ζωγραφίζουν(ε) | ζωγράφιζαν ζωγραφίζαν(ε) |
θα ζωγραφίζουν(ε) | να ζωγραφίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ζωγράφισα | θα ζωγραφίσω | να ζωγραφίσω | ζωγραφίσει | ||
β' ενικ. | ζωγράφισες | θα ζωγραφίσεις | να ζωγραφίσεις | ζωγράφισε | ||
γ' ενικ. | ζωγράφισε | θα ζωγραφίσει | να ζωγραφίσει | |||
α' πληθ. | ζωγραφίσαμε | θα ζωγραφίσουμε | να ζωγραφίσουμε | |||
β' πληθ. | ζωγραφίσατε | θα ζωγραφίσετε | να ζωγραφίσετε | ζωγραφίστε | ||
γ' πληθ. | ζωγράφισαν ζωγραφίσαν(ε) |
θα ζωγραφίσουν(ε) | να ζωγραφίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ζωγραφίσει | είχα ζωγραφίσει | θα έχω ζωγραφίσει | να έχω ζωγραφίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ζωγραφίσει | είχες ζωγραφίσει | θα έχεις ζωγραφίσει | να έχεις ζωγραφίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ζωγραφίσει | είχε ζωγραφίσει | θα έχει ζωγραφίσει | να έχει ζωγραφίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ζωγραφίσει | είχαμε ζωγραφίσει | θα έχουμε ζωγραφίσει | να έχουμε ζωγραφίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ζωγραφίσει | είχατε ζωγραφίσει | θα έχετε ζωγραφίσει | να έχετε ζωγραφίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ζωγραφίσει | είχαν ζωγραφίσει | θα έχουν ζωγραφίσει | να έχουν ζωγραφίσει |
|