ψάχνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 10: Γραμμή 10:
# {{οικ}} είμαι σε φάση [[αναζήτηση]]ς, ιδιαίτερα ερωτικού συντρόφου
# {{οικ}} είμαι σε φάση [[αναζήτηση]]ς, ιδιαίτερα ερωτικού συντρόφου


===={{κλίση}====
===={{κλίση})====
{{el-κλίσ-'μπήγομαι'|χαρ=2|παρακΒ=1}}
{{el-κλίσ-'πλέκομαι'|χαρ=2|παρακΒ=1}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 09:50, 16 Αυγούστου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψάχνομαι < παθητική φωνή του ψάχνω

Ρήμα

ψάχνομαι, πρτ.: ψαχνόμουν, στ.μέλλ.: θα ψαχτώ, αόρ.: ψάχτηκα, μτχ.π.π.: ψαγμένος

  1. ψάχνω να βρω κάτι πάνω μου, πχ. στις τσέπες μου
  2. (οικείο) αναζητώ το δρόμο μου στη ζωή
  3. (οικείο) είμαι σε φάση αναζήτησης, ιδιαίτερα ερωτικού συντρόφου

{{κλίση})

Μεταφράσεις