valet: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη nl |
μ r2.7.5) (Ρομπότ: Προσθήκη: chr:valet |
||
Γραμμή 31: | Γραμμή 31: | ||
# [[ιπποκόμος]] |
# [[ιπποκόμος]] |
||
[[chr:valet]] |
|||
[[en:valet]] |
[[en:valet]] |
||
[[et:valet]] |
[[et:valet]] |
Αναθεώρηση της 01:03, 18 Αυγούστου 2013
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- valet < γαλατική *vassο, « υπηρέτης », που έδωσε το λαϊκό λατινικό vassellittus
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
valet (fr) αρσενικό
- ο υπηρέτης
- valet de chambre
- (μεταφορικά) ο δούλος
- il se comporte en valet - φέρεται δουλικά
Παροιμίες
- tel maître, tel valet - οι υπηρέτες παίρνουν τις συνήθειες των κυρίων τους
Παράγωγα
Παλαιά γαλλικά (fro)
Ουσιαστικό
valet αρσενικό