pęd: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη eu
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr
Γραμμή 14: Γραμμή 14:
* [[moment pędu]]
* [[moment pędu]]


[[chr:pęd]]
[[en:pęd]]
[[en:pęd]]
[[eu:pęd]]
[[eu:pęd]]

Αναθεώρηση της 19:38, 26 Αυγούστου 2013

Πολωνικά (pl)

Ουσιαστικό

pęd (pl) αρσενικό

  1. η ορμή, η ταχύτητα, η φόρα
  2. Πρότυπο:βοτ το βλαστάρι
  3. Πρότυπο:φυσ η ορμή

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι