βόσκω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr
Γραμμή 65: Γραμμή 65:
{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[chr:βόσκω]]
[[en:βόσκω]]
[[en:βόσκω]]
[[mg:βόσκω]]
[[mg:βόσκω]]

Αναθεώρηση της 08:45, 27 Αυγούστου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βόσκω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

βόσκω

  1. (για ζώα) τρώω χορτάρι σε λιβάδι
  2. μαζεύω και πηγαίνω τα ζώα (αγελάδες και πρόβατα συνήθως) για να φάνε (χορτάρι)


Συγγενικά

Μεταφράσεις