ζόρι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg, en |
||
Γραμμή 72: | Γραμμή 72: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[en:ζόρι]] |
|||
[[mg:ζόρι]] |
Αναθεώρηση της 09:50, 27 Αυγούστου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ζόρι < Πρότυπο:ετυμ tr zor < Πρότυπο:ετυμ fa زور (zōr) "δύναμη"
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ζόρι ουδέτερο
- η άσκηση δύναμης πάνω σε ένα αντικείμενο
- αυτή βίδα δεν ξεβιδώνει με τίποτα, θέλει πολύ ζόρι
- η άσκηση ψυχολογικής πίεσης ή η χρήση απειλών
- μίλησέ του γλυκά, δε σηκώνει ζόρια αυτός
- η χρήση βίας
- αν δε μου δώσεις αυτό που θέλω, θα το πάρω με το ζόρι
- με το ζόρι: με τη βία, στανικώς