μάμμη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr
Γραμμή 31: Γραμμή 31:
{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[chr:μάμμη]]
[[fr:μάμμη]]
[[fr:μάμμη]]
[[hr:μάμμη]]
[[hr:μάμμη]]

Αναθεώρηση της 10:25, 27 Αυγούστου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μάμμη < αρχαία ελληνική μάμμη

Ουσιαστικό

μάμμη θηλυκό

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μάμμη < ηχοποιητική λέξη από τα φωνήματα του βρέφους

Ουσιαστικό

μάμμη θηλυκό και μάμμα

  1. παιδική λέξη για τη μητέρα
  2. ο μητρικός μαστός
  3. η γιαγιά, συνώνυμο: προμήτωρ
  4. ηλικιωμένη γυναίκα

Σύνθετα

Εκφράσεις

  • μαμμᾶν αἰτεῖν : ζητάει να φάει (το βρέφος)