προσέχω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr
Γραμμή 68: Γραμμή 68:
{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[chr:προσέχω]]
[[mg:προσέχω]]
[[mg:προσέχω]]

Αναθεώρηση της 11:17, 27 Αυγούστου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προσέχω < αρχαία ελληνική προσέχω

Ρήμα

προσέχω

  1. → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

προσέχω

  1. έχω παραπάνω
  2. φέρνω κάτι κάπου
  3. (μεταφορικά) μπλέκομαι σε κάτι