βόσκω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) κλίση |
Sinek (συζήτηση | συνεισφορές) |
||
Γραμμή 64: | Γραμμή 64: | ||
<!-- * {{th}} : {{τ|th|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{th}} : {{τ|th|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{tr}} : {{τ|tr|otlamak}} (1), {{τ|tr|otlatmak}} (2) |
|||
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} --> |
||
Αναθεώρηση της 19:29, 7 Σεπτεμβρίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βόσκω < αρχαία ελληνική βόσκω
Ρήμα
βόσκω & βοσκώ, πρτ.: έβοσκα & βοσκούσα, στ.μέλλ.: θα βοσκήσω, αόρ.: βόσκησα
- (για ζώα) τρώω χορτάρι σε λιβάδι
- μαζεύω και πηγαίνω τα ζώα (αγελάδες και πρόβατα συνήθως) για να φάνε (χορτάρι)
Εκφράσεις
- Πού βόσκεις;: Πού βρίσκεσαι;
Συγγενικά
Κλίση
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | βόσκω | έβοσκα | θα βόσκω | να βόσκω | βόσκοντας | |
β' ενικ. | βόσκεις | έβοσκες | θα βόσκεις | να βόσκεις | βόσκε | |
γ' ενικ. | βόσκει | έβοσκε | θα βόσκει | να βόσκει | ||
α' πληθ. | βόσκουμε | βόσκαμε | θα βόσκουμε | να βόσκουμε | ||
β' πληθ. | βόσκετε | βόσκατε | θα βόσκετε | να βόσκετε | βόσκετε | |
γ' πληθ. | βόσκουν(ε) | έβοσκαν βόσκαν(ε) |
θα βόσκουν(ε) | να βόσκουν(ε) |
- Σημείωση: Για την κλίση των συνοπτικών και συντελεσμένων χρόνων βλέπε τον παράλληλο τύπο - βοσκάω-ώ