ψωμί: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr |
μ r2.7.5) (Ρομπότ: Προσθήκη: sq:ψωμί |
||
Γραμμή 104: | Γραμμή 104: | ||
[[ru:ψωμί]] |
[[ru:ψωμί]] |
||
[[sm:ψωμί]] |
[[sm:ψωμί]] |
||
[[sq:ψωμί]] |
|||
[[th:ψωμί]] |
[[th:ψωμί]] |
||
[[tr:ψωμί]] |
[[tr:ψωμί]] |
Αναθεώρηση της 10:39, 20 Σεπτεμβρίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψωμί | τα | ψωμιά |
γενική | του | ψωμιού | των | ψωμιών |
αιτιατική | το | ψωμί | τα | ψωμιά |
κλητική | ψωμί | ψωμιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- ψωμί < μεσαιωνική ελληνική ψωμίν < ψωμίον (κομματάκι) < αρχαία ελληνική ψωμός < ψώω (τρίβω)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ψωμί ουδέτερο
- είδος φαγητού που φτιάχνεται από αλεύρι, νερό και άλλα υλικά, και ψήνεται σε φούρνο, ο άρτος
- δεν ζει κανείς μόνο με ψωμί και νερό!
- το μεροκάματο
- δουλεύει για να βγάλει το ψωμί του.
Συγγενικά
Σύνθετα
Δείτε επίσης
- ψωμί στη Βικιπαίδεια
- ψωμί στα Βικιφθέγματα
Μεταφράσεις
ψωμί
|