κινητικότητα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ απλοποίηση προτ. κλίσης |
μ διόρθωση επικεφαλίδων |
||
Γραμμή 17: | Γραμμή 17: | ||
*{{βλ|κινώ}} |
*{{βλ|κινώ}} |
||
===={{ |
===={{πολυλεκτικοί όροι}}==== |
||
*''κοινωνική '''κινητικότητα''''': η διαδικασία με την οποία τα άτομα και οι κοινωνικές ομάδες μετακινούνται από το ένα επίπεδο της κοινωνικής διαστρωμάτωσης σε ένα άλλο, εφόσον το σύστημα της διαστρωμάτωσης της εκάστοτε κοινωνίας το επιτρέπει. |
*''κοινωνική '''κινητικότητα''''': η διαδικασία με την οποία τα άτομα και οι κοινωνικές ομάδες μετακινούνται από το ένα επίπεδο της κοινωνικής διαστρωμάτωσης σε ένα άλλο, εφόσον το σύστημα της διαστρωμάτωσης της εκάστοτε κοινωνίας το επιτρέπει. |
||
Αναθεώρηση της 14:30, 4 Οκτωβρίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
κινητικότητα θηλυκό
- η ικανότητα που έχει κάποιος να κινεί κάτι ή να κινείται
- η ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον κινητικό
- η μετακίνηση
- Από την κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας» ανακοινώθηκε η πρόθεσή της για χιλιάδες διαθεσιμότητες, κινητικότητες, υποχρεωτικές μετακινήσεις ή όπως αλλιώς ευφάνταστοι καρεκλοκένταυροι ονόμασαν τη χειραγώγηση και τις απολύσεις εκείνων που μαθαίνουν στα παιδιά τους γράμματα. (*)
- η εκδήλωση έντονης δραστηριότητας ή δραστηριοποίησης
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κινώ
Πολυλεκτικοί όροι
- κοινωνική κινητικότητα: η διαδικασία με την οποία τα άτομα και οι κοινωνικές ομάδες μετακινούνται από το ένα επίπεδο της κοινωνικής διαστρωμάτωσης σε ένα άλλο, εφόσον το σύστημα της διαστρωμάτωσης της εκάστοτε κοινωνίας το επιτρέπει.