κινητικότητα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ απλοποίηση προτ. κλίσης
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διόρθωση επικεφαλίδων
Γραμμή 17: Γραμμή 17:
*{{βλ|κινώ}}
*{{βλ|κινώ}}


===={{πολυλεκτικός όρος}}====
===={{πολυλεκτικοί όροι}}====
*''κοινωνική '''κινητικότητα''''': η διαδικασία με την οποία τα άτομα και οι κοινωνικές ομάδες μετακινούνται από το ένα επίπεδο της κοινωνικής διαστρωμάτωσης σε ένα άλλο, εφόσον το σύστημα της διαστρωμάτωσης της εκάστοτε κοινωνίας το επιτρέπει.
*''κοινωνική '''κινητικότητα''''': η διαδικασία με την οποία τα άτομα και οι κοινωνικές ομάδες μετακινούνται από το ένα επίπεδο της κοινωνικής διαστρωμάτωσης σε ένα άλλο, εφόσον το σύστημα της διαστρωμάτωσης της εκάστοτε κοινωνίας το επιτρέπει.



Αναθεώρηση της 14:30, 4 Οκτωβρίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κινητικότητα οι κινητικότητες
      γενική της κινητικότητας των κινητικοτήτων
    αιτιατική την κινητικότητα τις κινητικότητες
     κλητική κινητικότητα κινητικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κινητικότητα < κινητικός + -ότητα < αρχαία ελληνική κινητικός < κινέω/κινῶ

Ουσιαστικό

κινητικότητα θηλυκό

  1. η ικανότητα που έχει κάποιος να κινεί κάτι ή να κινείται
  2. η ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον κινητικό
  3. η μετακίνηση
    Από την κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας» ανακοινώθηκε η πρόθεσή της για χιλιάδες διαθεσιμότητες, κινητικότητες, υποχρεωτικές μετακινήσεις ή όπως αλλιώς ευφάνταστοι καρεκλοκένταυροι ονόμασαν τη χειραγώγηση και τις απολύσεις εκείνων που μαθαίνουν στα παιδιά τους γράμματα. (*)
  4. η εκδήλωση έντονης δραστηριότητας ή δραστηριοποίησης
     συνώνυμα: δραστηριότητα, δραστηριοποίηση, ενεργοποίηση
     αντώνυμα: αδράνεια

Συγγενικά

  • → δείτε τη λέξη κινώ

Πολυλεκτικοί όροι

  • κοινωνική κινητικότητα: η διαδικασία με την οποία τα άτομα και οι κοινωνικές ομάδες μετακινούνται από το ένα επίπεδο της κοινωνικής διαστρωμάτωσης σε ένα άλλο, εφόσον το σύστημα της διαστρωμάτωσης της εκάστοτε κοινωνίας το επιτρέπει.

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις