pęd: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg
Γραμμή 17: Γραμμή 17:
[[en:pęd]]
[[en:pęd]]
[[eu:pęd]]
[[eu:pęd]]
[[mg:pęd]]
[[pl:pęd]]
[[pl:pęd]]
[[sv:pęd]]
[[sv:pęd]]

Αναθεώρηση της 13:15, 4 Νοεμβρίου 2013

Πολωνικά (pl)

Ουσιαστικό

pęd (pl) αρσενικό

  1. η ορμή, η ταχύτητα, η φόρα
  2. Πρότυπο:βοτ το βλαστάρι
  3. Πρότυπο:φυσ η ορμή

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι