βαρεμάρα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ απλοποίηση προτ. κλίσης |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg |
||
Γραμμή 61: | Γραμμή 61: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[mg:βαρεμάρα]] |
Αναθεώρηση της 18:19, 4 Νοεμβρίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαρεμάρα | οι | βαρεμάρες |
γενική | της | βαρεμάρας | — | |
αιτιατική | τη | βαρεμάρα | τις | βαρεμάρες |
κλητική | βαρεμάρα | βαρεμάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- βαρεμάρα < βάρεμα + -άρα
Ουσιαστικό
βαρεμάρα θηλυκό
- η κατάσταση κατά την οποία κάποιος βαριέται