βόσκω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Sinek (συζήτηση | συνεισφορές) |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη fr |
||
Γραμμή 73: | Γραμμή 73: | ||
[[chr:βόσκω]] |
[[chr:βόσκω]] |
||
[[en:βόσκω]] |
[[en:βόσκω]] |
||
[[fr:βόσκω]] |
|||
[[mg:βόσκω]] |
[[mg:βόσκω]] |
Αναθεώρηση της 18:21, 4 Νοεμβρίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βόσκω < αρχαία ελληνική βόσκω
Ρήμα
βόσκω & βοσκώ, πρτ.: έβοσκα & βοσκούσα, στ.μέλλ.: θα βοσκήσω, αόρ.: βόσκησα
- (για ζώα) τρώω χορτάρι σε λιβάδι
- μαζεύω και πηγαίνω τα ζώα (αγελάδες και πρόβατα συνήθως) για να φάνε (χορτάρι)
Εκφράσεις
- Πού βόσκεις;: Πού βρίσκεσαι;
Συγγενικά
Κλίση
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | βόσκω | έβοσκα | θα βόσκω | να βόσκω | βόσκοντας | |
β' ενικ. | βόσκεις | έβοσκες | θα βόσκεις | να βόσκεις | βόσκε | |
γ' ενικ. | βόσκει | έβοσκε | θα βόσκει | να βόσκει | ||
α' πληθ. | βόσκουμε | βόσκαμε | θα βόσκουμε | να βόσκουμε | ||
β' πληθ. | βόσκετε | βόσκατε | θα βόσκετε | να βόσκετε | βόσκετε | |
γ' πληθ. | βόσκουν(ε) | έβοσκαν βόσκαν(ε) |
θα βόσκουν(ε) | να βόσκουν(ε) |
- Σημείωση: Για την κλίση των συνοπτικών και συντελεσμένων χρόνων βλέπε τον παράλληλο τύπο - βοσκάω-ώ