βρόχος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ru
Γραμμή 64: Γραμμή 64:
[[en:βρόχος]]
[[en:βρόχος]]
[[mg:βρόχος]]
[[mg:βρόχος]]
[[ru:βρόχος]]

Αναθεώρηση της 20:51, 18 Νοεμβρίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'δρόμος'

Ετυμολογία

βρόχος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

βρόχος αρσενικό

  1. κόμπος στην άκρη ενός σχοινιού, ώστε να σφίγγει κάτι .
    Αυτοκτόνησε κάνοντας βρόχο με το καλώδιο της σόμπας.
  2. Πρότυπο:πληροφ σύνολο εντολών προγραμματισμού που επαναλαμβάνονται κυκλικά μέχρι να ικανοποιηθεί μια συνθήκη

Μεταφράσεις