επισκέπτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg
Γραμμή 99: Γραμμή 99:
[[en:επισκέπτης]]
[[en:επισκέπτης]]
[[fj:επισκέπτης]]
[[fj:επισκέπτης]]
[[mg:επισκέπτης]]

Αναθεώρηση της 13:11, 22 Νοεμβρίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επισκέπτης < αρχαία ελληνική ἐπισκέπτης

Ουσιαστικό

επισκέπτης αρσενικό

  1. άτομο που κάνει επίσκεψη

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Μεταφράσεις