μαστίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ κλίση
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg
Γραμμή 82: Γραμμή 82:
{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

[[mg:μαστίζω]]

Αναθεώρηση της 13:13, 22 Νοεμβρίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαστίζω < αρχαία ελληνική μαστίζω

Ρήμα

μαστίζω

  1. ταλαιπωρώ δεινά σαν μάστιγα
    Αυτή η αρρώστια μαστίζει όλα τα δέντρα του κάμπου
    Η Αϊτή μαστιζόταν από αρρώστιες μετά το σεισμό των 7 ρίχτερ το 2010


Κλίση

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μαστίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

μαστίζω

  1. → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Συγγενικά