τρέφομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 23: Γραμμή 23:


{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
<!-- * {{en}} : {{τ|en|XXX}} -->
<!-- * {{en}} : {{τ|en|XXX}} -->αγγλικά : feed
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} -->

Αναθεώρηση της 11:57, 23 Νοεμβρίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τρέφομαι, παθητική φωνή του ρήματος τρέφω

Ρήμα

τρέφομαι, πρτ.: τρεφόμουν, στ.μέλλ.: θα τραφώ, αόρ.: τράφηκα, μτχ.π.π.: θρεμμένος

  1. λαμβάνω τροφή, τρώω
    το παιδί αυτό δεν τρέφεται σωστά
  2. τρέφομαι με: λαμβάνω μια συγκεκριμένου είδους τροφή
    το πρόβατο τρέφεται με χόρτα

Σύνθετα

Μεταφράσεις