αλεύρι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →{{συγγενικά}}: + |
μ →{{συγγενικά}}: +. αναμ |
||
Γραμμή 15: | Γραμμή 15: | ||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
||
{{(}} |
|||
* [[αλευράς]] |
* [[αλευράς]] = [[αλευρού]] |
||
* [[αλευρένιος]] |
|||
{{-}} |
|||
* [[αλευριά]] |
* [[αλευριά]] |
||
* [[αλευρικό]] |
* [[αλευρικό]] |
||
{{-}} |
|||
* [[αλεύρινος]] |
|||
* [[αλευρίτικος]] |
|||
{{-}} |
|||
* [[άλευρο]] |
* [[άλευρο]] |
||
* [[αλευροειδής]] |
|||
{{-}} |
|||
* [[αλευρούχος]] |
* [[αλευρούχος]] |
||
* [[αλευρώδης]] |
* [[αλευρώδης]] |
||
{{-}} |
|||
* [[αλεύρωμα]] |
* [[αλεύρωμα]] |
||
* [[αλευρώνω]] |
* [[αλευρώνω]] |
||
{{)}} |
|||
===={{σύνθετα}}==== |
===={{σύνθετα}}==== |
Αναθεώρηση της 15:45, 28 Δεκεμβρίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλεύρι | τα | αλεύρια |
γενική | του | αλευριού | των | αλευριών |
αιτιατική | το | αλεύρι | τα | αλεύρια |
κλητική | αλεύρι | αλεύρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- αλεύρι < μεσαιωνική ελληνική αλεύριν < αλεύριον υποκοριστικό του ἄλευρον (αρχαία ελληνική)
Ουσιαστικό
αλεύρι ουδέτερο
- το προϊόν που λαμβάνεται από την άλεση των σπόρων - καρπών σχεδόν όλων των αγρωστωδών, ιδίως των δημητριακών και κυρίως του σίτου, καθώς και από σπόρους άλλων φυτών (π.χ. κάστανα, κουκιά, ρεβίθια, φασόλια κ.λπ.), που χρησιμοποιείται στην αρτοποιία, στην παρασκευή του ψωμιού όπως και στη μαγειρική και ζαχαροπλαστική
Εκφράσεις
- ακριβός στα πίτουρα και φθηνός στο αλεύρι : για κάποιον που ξοδεύει πολλά σε μη σημαντικά πράγματα και λίγα στα πιο σημαντικά
Σημειώσεις
- το αλεύρι ως τυποποιημένο προϊόν σήμερα φέρεται υπό διάφορες ονομασίες - τύπους
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
αλεύρι
|