free: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: pl:free |
Elan (συζήτηση | συνεισφορές) μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 4: | Γραμμή 4: | ||
{{-προφ-}} |
{{-προφ-}} |
||
:{{ΔΦΑ}}: /[[Οδηγός προφοράς|fri:]]/ |
:{{ΔΦΑ}}: /[[Βικιλεξικό:Οδηγός προφοράς|fri:]]/ |
||
{{-επιθ-}} |
{{-επιθ-}} |
Αναθεώρηση της 01:47, 29 Απριλίου 2007
Πρότυπο:=en= Πρότυπο:-ετυμ- Από το παλαιό αγγλικό freo, από πρωτογερμανικό (Π.Γμκ.) * frijaz, το οποίο προέρχεται από το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό (ΠΙΕ) * prijos- αγαπητός, αγαπημένος.
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; : /fri:/
Πρότυπο:-επιθ- free, συγκριτικός freer, υπερθετικός freest
- Ελεύθερος.
- Μη φυλακισμένος ή υποδουλωμένος.
- a free man
- Αποκτήσιμος χωρίς πληρωμή, δωρεάν.
- All drinks are free
- Αβίαστος (ελεύθερος).
- He was given free rein to do whatever he wanted
- Ανεμπόδιστος, χωρίς παρεμποδίσεις.
- the drain was free
- Χωρίς υποχρεώσεις.
- free time
- (για λογισμικό) με πολύ λίγους περιορισμούς στη διανομή ή τη βελτίωση, σε αντίθεση με το ιδιόκτητο λογισμικό. Βλέπε ελεύθερο λογισμικό.
Πρότυπο:-μτφ- μη φυλακισμένος
|
|
αποκτήσιμος χωρίς πληρωμή
|
|
αβίαστος
|
|
ανεμπόδιστος
|
|
χωρίς υποχρεώσεις
|
|
λογισμικό
|
|
|
|
- ελευθερώνω· απελευθερώνω· απελευθερώνω από αυτό που περιορίζει, στενοχωρεί, ή καταπιέζει.
|
|