γενικεύομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
μ →‎{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητική φωνή του γενικεύω → {{παθ|γενικεύω}} με τη χρήση AWB
Γραμμή 2: Γραμμή 2:


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < παθητική φωνή του [[γενικεύω]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{παθ|γενικεύω}}


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===

Αναθεώρηση της 17:56, 18 Μαρτίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γενικεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος γενικεύω

Ρήμα

γενικεύομαι, πρτ.: γενικευόμουν, στ.μέλλ.: θα γενικευτώ, αόρ.: γενικεύτηκα, μτχ.π.π.: γενικευμένος

  1. ξεκινώντας από κάτι μερικό επεκτείνομαι σε ένα ευρύτερο σύνολο
    τα τελευταία χρόνια γενικεύτηκε η χρήση του κινητού τηλεφώνου


Μεταφράσεις