αξιόπιστος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη pl
Γραμμή 64: Γραμμή 64:
[[en:αξιόπιστος]]
[[en:αξιόπιστος]]
[[mg:αξιόπιστος]]
[[mg:αξιόπιστος]]
[[pl:αξιόπιστος]]

Αναθεώρηση της 15:02, 4 Απριλίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αξιόπιστος < αρχαία ελληνική ἀξιόπιστος < ἄξιος + πίστις

Επίθετο

αξιόπιστος, -η, -ο

  1. (για πρόσωπα ή μαρτυρίες) που αξίζει την εμπιστοσύνη μας
  2. (για μηχανήματα) που δεν παρουσιάζει συχνές και απρόβλεπτες βλάβες


Μεταφράσεις