βλώσκω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη en
Γραμμή 20: Γραμμή 20:
{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[en:βλώσκω]]
[[it:βλώσκω]]
[[it:βλώσκω]]

Αναθεώρηση της 11:34, 18 Απριλίου 2014

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

βλώσκω < ρίζα μολ και κατόπιν μετάθεσης μλο και κατόπιν ένθεσης για ευφωνία του β, μβλο και με έκπτωση του μ = βλω (μπορεί να είναι και συγγενές του μωλύω: μεταφυτεύω, μαραίνομαι)

Ρήμα

βλώσκω

  1. ποιητικό ρήμα που σημαίνει έρχομαι και πάω
    ἔστε δ᾽ ἂν μόλωσιν, εἰς ἀφθονίαν παρέξειν ἔφη καὶ σιτία καὶ ποτά. : και μέχρι να φτάσουν εκεί, θα τους παράσχει σε αφθονία τρόφιμα και ποτά

Συγγενικά

ἀντιμολία στη φράση δίκη κατ' αντιμολία
ως συνθετικό στο κεντρομόλος

Τύποι

βλώσκω μέλλων μολοῦμαι και [βλώξω] αόριστος [ἔβλωξα] αόριστος β΄ἔμολον και [ἔβλων] παρακείμενος μέμβλωκα
(Σε αγκύλες οι τύποι που είναι μεταγενέστεροι των Αττικών συγγραφέων)