συντρίβομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ →‎{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητική φωνή του συντρίβω → {{παθ|συντρίβω}} με τη χρήση AWB
Γραμμή 2: Γραμμή 2:


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < παθητική φωνή του [[συντρίβω]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{παθ|συντρίβω}}


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===

Αναθεώρηση της 11:48, 22 Απριλίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συντρίβομαι < παθητική φωνή του ρήματος συντρίβω

Ρήμα

συντρίβομαι

  1. (για ανθρώπους) διαλύομαι συναισθηματικά, καταρρακώνομαι, νιώθω ότι έχω συνθλιβεί, ότι όλα έχουν καταρρεύσει

Συγγενικά

Κλίση

Σημείωση: Χρησιμοποιούνται επίσης οι λόγιοι τύποι του αορίστου συνετρίβην (συνετρίβης, συνετρίβη, (συνετρίβημεν), (συνετρίβητε), συνετρίβησαν), οι υπόλοιποι συνοπτικοί τύποι με το θέμα συντριβ, όπως το απαρέμφατο συντριβεί, και η μετοχή συντετριμμένος.

Μεταφράσεις