συντρίβομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ →{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητική φωνή του συντρίβω → {{παθ|συντρίβω}} με τη χρήση AWB |
||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{παθ|συντρίβω}} |
||
==={{ρήμα|el}}=== |
==={{ρήμα|el}}=== |
Αναθεώρηση της 11:48, 22 Απριλίου 2014
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συντρίβομαι < παθητική φωνή του ρήματος συντρίβω
Ρήμα
συντρίβομαι
- (για ανθρώπους) διαλύομαι συναισθηματικά, καταρρακώνομαι, νιώθω ότι έχω συνθλιβεί, ότι όλα έχουν καταρρεύσει
Συγγενικά
Κλίση
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συντρίβομαι | συντριβόμουν(α) | θα συντρίβομαι | να συντρίβομαι | ||
β' ενικ. | συντρίβεσαι | συντριβόσουν(α) | θα συντρίβεσαι | να συντρίβεσαι | (συντρίβου) | |
γ' ενικ. | συντρίβεται | συντριβόταν(ε) | θα συντρίβεται | να συντρίβεται | ||
α' πληθ. | συντριβόμαστε | συντριβόμαστε συντριβόμασταν |
θα συντριβόμαστε | να συντριβόμαστε | ||
β' πληθ. | συντρίβεστε | συντριβόσαστε συντριβόσασταν |
θα συντρίβεστε | να συντρίβεστε | (συντρίβεστε) | |
γ' πληθ. | συντρίβονται | συντρίβονταν συντριβόντουσαν |
θα συντρίβονται | να συντρίβονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συντρίφτηκα | θα συντριφτώ | να συντριφτώ | συντριφτεί | ||
β' ενικ. | συντρίφτηκες | θα συντριφτείς | να συντριφτείς | συντρίψου | ||
γ' ενικ. | συντρίφτηκε | θα συντριφτεί | να συντριφτεί | |||
α' πληθ. | συντριφτήκαμε | θα συντριφτούμε | να συντριφτούμε | |||
β' πληθ. | συντριφτήκατε | θα συντριφτείτε | να συντριφτείτε | συντριφτείτε | ||
γ' πληθ. | συντρίφτηκαν συντριφτήκαν(ε) |
θα συντριφτούν(ε) | να συντριφτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συντριφτεί | είχα συντριφτεί | θα έχω συντριφτεί | να έχω συντριφτεί | συντριμμένος | |
β' ενικ. | έχεις συντριφτεί | είχες συντριφτεί | θα έχεις συντριφτεί | να έχεις συντριφτεί | ||
γ' ενικ. | έχει συντριφτεί | είχε συντριφτεί | θα έχει συντριφτεί | να έχει συντριφτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συντριφτεί | είχαμε συντριφτεί | θα έχουμε συντριφτεί | να έχουμε συντριφτεί | ||
β' πληθ. | έχετε συντριφτεί | είχατε συντριφτεί | θα έχετε συντριφτεί | να έχετε συντριφτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συντριφτεί | είχαν συντριφτεί | θα έχουν συντριφτεί | να έχουν συντριφτεί |
Σημείωση: Χρησιμοποιούνται επίσης οι λόγιοι τύποι του αορίστου συνετρίβην (συνετρίβης, συνετρίβη, (συνετρίβημεν), (συνετρίβητε), συνετρίβησαν), οι υπόλοιποι συνοπτικοί τύποι με το θέμα συντριβ, όπως το απαρέμφατο συντριβεί, και η μετοχή συντετριμμένος.
Μεταφράσεις
συντρίβομαι
|