ταυτίζομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
μ →‎{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητική φωνή του ταυτίζω → {{παθ|ταυτίζω}} με τη χρήση AWB
Γραμμή 2: Γραμμή 2:


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < παθητική φωνή του [[ταυτίζω]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{παθ|ταυτίζω}}


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===

Αναθεώρηση της 11:49, 22 Απριλίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ταυτίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος ταυτίζω

Ρήμα

ταυτίζομαι

  1. με ταυτίζουν
  2. είμαι ακριβώς ο ίδιος με κάποιον/κάτι άλλο
    οι απόψεις μας πάνω στο θέμα ταυτίζονται ολοκληρωτικά
  3. δίνω όλον τον εαυτό μου σε κάτι ώστε να γίνω ένα με αυτό
    ΠΕΝΗΝΤΑ ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΕΑΜ: Ταυτίστηκε με τη λευτεριά και την προκοπή της Ελλάδας (από την εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 29 Σεπτέμβρη 1996)


Μεταφράσεις