τραυματίζομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
μ →‎{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητική φωνή του τραυματίζω → {{παθ|τραυματίζω}} με τη χρήση AWB
Γραμμή 3: Γραμμή 3:


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < παθητική φωνή του [[τραυματίζω]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{παθ|τραυματίζω}}


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===

Αναθεώρηση της 11:51, 22 Απριλίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τραυματίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος τραυματίζω

Ρήμα

τραυματίζομαι

  1. υφίσταμαι τραυματισμό εξαιτίας ενέργειας/αμέλειας άλλου ή δικής μου

Μεταφράσεις