τρέφομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητική φωνή του ρήματος τρέφω → {{παθ|τρέφω}}, : '''{{PAGENAME}}''', → : '''{{PAGENAME}}''' < με τη χρήση [[Βικιπαίδεια:AutoWikiB... |
|||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{παθ|τρέφω}} |
||
==={{ρήμα|el}}=== |
==={{ρήμα|el}}=== |
Αναθεώρηση της 11:51, 22 Απριλίου 2014
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τρέφομαι < παθητική φωνή του ρήματος τρέφω
Ρήμα
τρέφομαι, πρτ.: τρεφόμουν, στ.μέλλ.: θα τραφώ, αόρ.: τράφηκα, μτχ.π.π.: θρεμμένος
- λαμβάνω τροφή, τρώω
- το παιδί αυτό δεν τρέφεται σωστά
- τρέφομαι με: λαμβάνω μια συγκεκριμένου είδους τροφή
- το πρόβατο τρέφεται με χόρτα
Σύνθετα
Μεταφράσεις
τρέφομαι