υπερθερμαίνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ →‎{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: ''παθητική φωνή του'' υπερθερμαίνω → {{παθ|υπερθερμαίνω}}, : '''{{PAGENAME}}''', → : '''{{PAG με τη χρήση [[Βικιπαίδεια:Auto...
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''', ''παθητική φωνή του'' [[υπερθερμαίνω]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{παθ|υπερθερμαίνω}}
==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''

Αναθεώρηση της 11:52, 22 Απριλίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπερθερμαίνομαι < παθητική φωνή του ρήματος υπερθερμαίνω

Ρήμα

υπερθερμαίνομαι

  1. (αδόκιμο για έμψυχα και στο πρώτο πρόσωπο) Οταν κάτι θερμαίνεται υπερβολικά, σε θερμοκρασία υψηλότερη από τις προδιαγραφές
    ο λέβητας υπερθερμάνθηκε

Συγγενικά

Μεταφράσεις