φασκελώνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ →‎{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: : '''{{PAGENAME}}''', → : '''{{PAGENAME}}''' < με τη χρήση AWB
Γραμμή 2: Γραμμή 2:


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''', ''παθητιή φωνή του'' [[φασκελώνω]] < σφακελώνω < σφάκελο < [[σφάκελος]]
: '''{{PAGENAME}}''' < ''παθητιή φωνή του'' [[φασκελώνω]] < σφακελώνω < σφάκελο < [[σφάκελος]]


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===

Αναθεώρηση της 11:54, 22 Απριλίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φασκελώνομαι < παθητιή φωνή του φασκελώνω < σφακελώνω < σφάκελο < σφάκελος

Ρήμα

φασκελώνομαι

  1. ρίχνω στον εαυτό μου μούτζα, μου δίνω ένα φάσκελο, ασκώ κάπως ακραία αυτοκριτική για ένα λαθος μου χρησιμοποιώντας την αντίστοιχη λαϊκή υβριστική χειρονομία

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις