φθείρομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ →{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητική φωνή του φθείρω → {{παθ|φθείρω}} με τη χρήση AWB |
||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{παθ|φθείρω}} |
||
==={{ρήμα|el}}=== |
==={{ρήμα|el}}=== |
Αναθεώρηση της 11:55, 22 Απριλίου 2014
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φθείρομαι < παθητική φωνή του ρήματος φθείρω
Ρήμα
φθείρομαι
- υφίσταμαι φθορά, καταστρέφομαι, βλάπτομαι, υλικά, ψυχολογικά, ηθικά, αναλώνομαι
Μεταφράσεις
φθείρομαι
|