προσέχω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 72: Γραμμή 72:
{{grc-κλίσ-Πρτ-ΕΦ-'ἔλυον'|προσεῖχ|προσείχ}}
{{grc-κλίσ-Πρτ-ΕΦ-'ἔλυον'|προσεῖχ|προσείχ}}
{{grc-κλίσ-Μελ-ΕΦ-'λύσω'|προσέξ|προσέξ}}
{{grc-κλίσ-Μελ-ΕΦ-'λύσω'|προσέξ|προσέξ}}
{{grc-κλίσ-Αορ β'-ΕΦ-'ἔσχον'|πρόσσχ|προσσχ|πρόσσχ}}
{{grc-κλίσ-Αορ β'-ΕΦ-'ἔσχον'|πρόσσχ|προσσχ|πρόσσχ|προσέσχ}}
{{grc-κλίσ-Πρκ-ΕΦ-'λέλυκα'|προσέσχηκ|προσεσχήκ|προσεσχηκ}}
{{grc-κλίσ-Πρκ-ΕΦ-'λέλυκα'|προσέσχηκ|προσεσχήκ|προσεσχηκ}}
{{grc-κλίσ-Υπρ-ΕΦ-'ἐλελύκειν'|προσεσχήκ}}
{{grc-κλίσ-Υπρ-ΕΦ-'ἐλελύκειν'|προσεσχήκ}}

Αναθεώρηση της 17:25, 29 Απριλίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προσέχω < αρχαία ελληνική προσέχω

Ρήμα

προσέχω

  1. → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

προσέχω < πρός + ἔχω

Ρήμα

προσέχω

  1. έχω παραπάνω
  2. φέρνω κάτι κάπου
  3. (μεταφορικά) μπλέκομαι σε κάτι

Κλίση