τρίχα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
grc (κλιτ μορφ)
Γραμμή 24: Γραμμή 24:


===={{εκφράσεις}}====
===={{εκφράσεις}}====
* '''κάνω την τρίχα τριχιά'''
* '''κάνω την τρίχα τριχιά''': [[υπερβάλλω]]
* '''μου σηκώνεται η τρίχα (κάγκελο)'''
* '''μου σηκώνεται η τρίχα (κάγκελο)''': [[εντυπωσιάζομαι]], [[εκπλήσσομαι]] ή [[τρομάζω]], [[φρικιώ]] κλπ
* '''παρά τρίχα'''
* '''παρά τρίχα''': παρά λίγο
* '''στην τρίχα''': πάρα πολύ κομψός, στην πένα
* '''στην τρίχα''': πάρα πολύ κομψός, στην [[πένα]]
* '''τρίχα-τρίχα'''
* '''τρίχα-τρίχα'''
* '''τρίχες (κατσαρές)''': [[μπούρδα|μπούρδες]]
* '''τρίχες (κατσαρές)''': [[μπούρδα|μπούρδες]]

Αναθεώρηση της 11:25, 6 Μαΐου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'θάλασσα'

τρίχα από ινδικό χοιριδιο

Ετυμολογία

τρίχα < αρχαία ελληνική θρίξ, (γενική: τριχός)

Ουσιαστικό

τρίχα θηλυκό

  1. νηματοειδές υλικό που φυτρώνει στο δέρμα των περισσότερων θηλαστικών

Συγγενικά

Εκφράσεις

Σημειώσεις

  • στα ζώα και στο ανθρώπινο κεφάλι έχει ως συνώνυμο το μαλλί και η πολύ κοντή τρίχα αποτελεί το χνούδι

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

τρίχα < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

τρίχα

  1. σε τρία τμήματα
  2. με τρεις τρόπους

Συνώνυμα

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

τρίχα