dependent: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη hy |
μ Ρομπότ: Αφαίρεση: te:dependent |
||
Γραμμή 45: | Γραμμή 45: | ||
[[sv:dependent]] |
[[sv:dependent]] |
||
[[ta:dependent]] |
[[ta:dependent]] |
||
[[te:dependent]] |
|||
[[tr:dependent]] |
[[tr:dependent]] |
||
[[vi:dependent]] |
[[vi:dependent]] |
Αναθεώρηση της 01:25, 22 Μαΐου 2014
Αγγλικά (en)
Επίθετο
dependent (en)
- εξαρτημένος
- dependent variable - εξαρτημένη μεταβλητή
- dependent clause - εξαρτημένη (δευτερεύουσα) πρόταση
- ο εξαρτώμενος, που εξαρτάται από κάτι για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του
- be dependent on: εξαρτώμαι από
Ρουμανικά (ro)
Επίθετο
dependent (ro)